< ἐλευθερογνώμων
Ἐλευθερολάκωνες >
Ἐλευθεροκίλικες
,
-ων, οἱ
• Alolema(s):
tb.
Ἐλευθερῖται
St.Byz.s.u.
Ἐλευθέρα Κιλικία
eleuterocílices
o
eleuteritas
, e.e.,
habitantes de Cilicia Libre
ét. de los habitantes de Eleutera Cilicia, D.S.3.55, St.Byz.l.c.