< ἐλευθερόγλωσσος
Ἐλευθεροκίλικες >
ἐλευθερογνώμων
,
-ονος
que es noble de espíritu
,
de nobles pensamientos
ἡ δὲ ἐ. οὖσα, καὶ λογισαμένη
Io.Ant.
Fr.Hist
.293.2.17.