< ἐνδύνω
ἐνδυομενία >
ἕνδυο
• Grafía:
diuissim
ἓν δύο Ael.
Ep
.9
adv.
uno-dos
, e.e.,
rápidamente
,
en un plisplas
παρέσομαι γὰρ ἕνδυο
Men.
Fr
.152.