ἔξαμμα, -ματος, τό
1 mango, empuñadura fig.
οὐκ εἶχον ἔξαμμα ὅπως αὐτῆς ἐπιλαβοίμηνThem.Or.13.166a.
2 masa ígnea
τὸ ἀθροισθὲν ἔξαμμαdel sol, Chrysipp.Stoic.2.196, 199, fig.
πυρὸς ἔξαμμαdicho del sentido de la vista, Plu.2.958e.
οὐκ εἶχον ἔξαμμα ὅπως αὐτῆς ἐπιλαβοίμηνThem.Or.13.166a.
τὸ ἀθροισθὲν ἔξαμμαdel sol, Chrysipp.Stoic.2.196, 199, fig.
πυρὸς ἔξαμμαdicho del sentido de la vista, Plu.2.958e.