< ἐξᾰμιλλάομαι
ἔξαμμα >
ἑξάμῐτος
,
-η, -ον
• Prosodia:
[-ᾰ-]
de seis cabos
ἄγρη δούνακος ἐξαμίτης ἐκ τριχὸς ἑλκομένη
AP
7.702 (Apollonid.).