< ἔνσπερμος
ἔνσπονδος >
ἔνσποδος
,
-ον
ceniciento
,
pálido
ὅταν δὲ τῇ χρόᾳ ἔνσποδον ὑπάρχῃ
al preparar el albayalde
, Dsc.5.88.5.