< ἐνριγόω
ἐνριζόω >
ἔνριζος
,
-ον
enraizado
,
con raíz
ἄμπελοι
Gp
.3.2.1, 4.1.6, 3.4,
φυτά
Gp
.4.3.11,
καρύα
Gp
.10.65.4,
συκέαι
Gp
.3.4.6.