ἐνριζόω
• Alolema(s): ἐρρ- Basil.Ep.156.2, Gr.Nyss.V.Gr.Thaum.34.18, CCP (536) Act.39 (p.113.2)


1 echar raíces en, ramificarse en c. ac. int. y dat. τῷ γὰρ ἐγκεφάλῳ ... ἐνερρίζωκε (ἡ φλέψ) πολλὰ καὶ λεπτὰ φλέβια pues (la vena) arraiga en el cerebro ramificándose en muchas y finas venillas Hp.Oss.12
implantar τοῖς δεχομένοις ὀργάνοις ... ἐνριζοῦσα (ἡ φύσις) τὸ νεῦρον Gal.3.584, fig. Εὔβοιαν ἐνερρίζωσε θαλάσσῃ de Posidón, Nonn.D.42.411.

2 en v. med.-pas. enraizarse, arraigarse c. dat. τίνι (γῇ) ἐνριζοῦται τὰ στελέχη ...; Gr.Nyss.Hom.in Cant.187.4, cf. V.Gr.Thaum.l.c., fig. τὴν φιλαυτίαν ... ταῖς ψυχαῖς ἐρριζωθεῖσαν Basil.l.c., cf. CCP (536) l.c.
en perf. estar arraigado en ἡ δὲ μυρμηκία ... ἐνερριζωμένη τῷ σώματι Heliod. en Orib.45.14.2, c. giro prep. ὀδόντες ... ἐν γναθμοῖς ... ἐρρίζωνται Nic.Th.183 (tm.), περὶ τὸ ... ἔντερον ἡ διάθεσις ἐνερριζῶσθαι φαίνεται la enfermedad parece estar firmemente establecida en el recto Orib.Syn.9.12.1, abs. ἰσχυρῶς γὰρ ἐνερρίζωται (φυτά) Gal.3.909
fig. βούλεται γὰρ τῇ οἰκείᾳ ἀκρότητι ἐνερριζῶσθαι ἡ μένουσα οὐσία Dam.in Prm.258, πῶς δ' ἂν σῴζοιτο τὰ προελθόντα μὴ ἐνερριζωμένα τῇ σφῶν αἰτίᾳ; Dam.Pr.34.