ἔνδᾳδος, -ον
bot. resinoso
πεύκη ... οὐκ ἔστιν οὐδ' ὅλως οὐδὲν ἔνδᾳδονThphr.HP 4.5.3, cf. CP 6.11.6,
(φασί) τὴν δὲ πεύκην ἔχειν γλυκύτητα καὶ ὅσῳ ἐνδᾳδοτέρα μᾶλλονThphr.HP 5.4.4, cf. 9.2.2
•como fitopatología resinoso en exceso
ὅταν ... τὸ ἔξω τοῦ στελέχους ἔνδᾳδον γένηταιThphr.HP 3.2.5.