< ἔνδᾳδος
ἐνδαίνυμαι >
ἐνδαής
,
-ές
sent. dud., quizá
conocedor
,
consciente
s. cont., S.
Fr
.1041b, cf.
ἐνδαές· ἐν διανοίᾳ ἑκάστου
Hsch.; cf. δαῆναι.