< ἔνδοκος
ἐνδοματικά >
ἔνδομα
,
-ματος, τό
abandono
,
retirada
de la fiebre
πυρετὸς συνεχής ... ἀνέσεις δὲ καὶ ἐνδόματα καὶ παροξυσμοὺς ἐπιφέρων
Gal.19.398.