< Ἐνδοκία
ἔνδομα >
ἔνδοκος
,
-ου, ἡ
emboscada
,
asechanza
ἐνδόκοισιν ἐχθρῶν πλησίον κατασταθείς
Archil.211.3, cf. Hsch.
•
dud., v. δόκος
2
.