< ἐναθλέω
ἐναθρέω >
ἔναθλος
,
-ον
1
que requiere esfuerzo
πόνοι
Ph.1.646.
2
subst. τὰ ἔναθλα
proezas
μεγάλα τὰ ἔναθλα τῆς ἀνδραγαθίας σου
Ephr.Syr.2.355D.