< ἐμψοφέω
ἐμψυκτικός >
ἔμψοφος
,
-ον
sonoro
,
ruidoso
μακρὰ φιλεῖ Γαλάτεια καὶ ἔμψοφα
Galatea da besos grandes y ruidosos
,
AP
5.244 (Paul.Sil.), cf. Sud.