ἐμψυκτικός, -ή, -όν


medic. refrescante, refrigerante ὕλη Sor.2.14.12, φάρμακον Gal.1.691, cf. 10.555, ἰάματα Gal.12.555, ἀρνογλώσσου χυλός Gal.13.137, ἐλατίνη Orib.15.1.5.16, ψιμύθιον Orib.15.1.27.52, cf. Eup.2.1.23, Paul.Aeg.7.3 (p.273), ἔμπλαστρος Orib.Ec.75.14, de perfumes τὸ ... ἐκ ῥόδων (μύρον) Clem.Al.Paed.2.8.76.