ἔμμᾱνις, -ιος
• Morfología: [ac. sg. ἔμανιν ICr.1.5.4.11 (Arcades V a.C.), acent. ἐμμανίας ICr.3.3.3B.24 (Hierapitna III a.C.)]
sólo cret., de dioses furioso, encolerizado
ἔμανιν ἦμεν αὐτι τὰν Ἀθ[α]ναίανICr.1.5.4.11 (Arcades V a.C.), plu. οἱ θεοί en fórmulas de juramento
εἰ δὲ τάδε μὴ κατέχοιμι, τούς (τ)έ μοι θεοὺς τοὺς ὤμοσα ἐμμάνιας ἤμη[ι]νICr.1.9.1.78 (Drero III a.C.),
ἐπιορκόντι μὲν τὸς θεὸς ἐμμανίας ἦμενICr.3.3.3B.24, cf. 18 (Hierapitna III a.C.).