ἐμμᾰνής, -ές
• Morfología: [plu. ac. ἐμμανέας Man.1.91]
I
ἀοίνοις ἐμμανεῖς θυμώμασινde las Erinis, A.Eu.860, cf. E.Ba.1094, op.
φρενήρης‘en su sano juicio’, Hdt.3.25, de Apolo, S.Fr.314.21,
τηνικαῦτα δ' ἐ. βοᾷS.El.294, cf. Pl.Phdr.251d, D.H.11.37, D.S.3.57, Man.l.c.,
ἐ. Ἥρας ὕποE.Cyc.3, cf. A.Thom.A 99,
ὥσπερ ἐ. ἐπεισπεσώνMen.Sam.415, cf. I.BI 4.233, de Ayante, Luc.Harm.1, de Casandra presa de la inspiración mántica, argumen.E. en POxy.3650.27,
ἄνδρες ... πρὸς ... τὴν περὶ τὰ χρώματα ἔριν ἐμμανεῖςAgath.5.14.4
•de anim.: de los elefantes en época de celo, Arist.HA 571b34, de perros
ὡς οἱ ἐμμανεῖς κύνες λύσσῃ τινὶ κατεχόμενοιEpiph.Const.Haer.69.69.1
•subst. οἱ ἐμμανεῖς locos, dementes Arist.Diu.Som.464b2.
2 de abstr. enloquecido, desenfrenado, propio de un loco
σκίρτημαA.Pr.675,
ἔρωτεςPl.Lg.734a, cf. Plu.Arat.17,
ἕξις τῶν νέωνPl.Lg.666a,
φύσιςGal.4.810,
ἐμμανεῖς ἐξάλλων θεσμῶν κώμους ἄγοντεςLXX Sap.14.23,
ἐμμανές τι ... ἀναβοήσαςLuc.Am.13,
θυμόςEus.HE 9.10.6
•subst. τὸ ἐμμανές locura, insensatez
διὰ τὸ τῶν τολμημάτων ... καὶ ἀσεβημάτων ἐμμανέςAel.VH 11.4, cf. Hld.5.31.2.
3 bot., subst. τὸ ἐμμανές otro n. del ὑοσκύαμος beleño Ps.Dsc.4.68.
II adv. -ῶς con locura, con furia
δεῦρο καὶ ἐκεῖσε ἐ. ᾄττωνD.C.65.16.6, cf. Basil.M.31.460D, Const.Or.S.C.24, Eun.VS 455
•compar.
πολὺ τοῦ Χαρικλέους ἐμμανέστερον ἀνεβόησενLuc.Am.14, cf. Plu.Pomp.21, Paus.5.27.4
•sup.
ὡς ἂν ἐμμανέστατα ἐρῶν τιςMen.Mis.11 (p.351).