< ἐλλοβόκαρπος
ἐλλοβοσπέρματος >
ἔλλοβος
,
-ον
bot.
que se produce en vaina
καρπός
Thphr.
HP
3.14.4, 4.2.4, 8
•
subst. τὰ ἔλλοβα (
sc
. ὄσπρια)
legumbres con vaina
Thphr.
HP
8.5.2.