< ἔλλοβος
ἐλλοβώδης >
ἐλλοβοσπέρματος
,
-ον
bot.
que produce el fruto en vaina
ῥαφανὶς ... καὶ νᾶπυ καὶ γογγυλὶς ἐλλοβοσπέρματα
Thphr.
HP
7.3.2.