< ἔκτοκον
ἑκτολογέω >
ἔκτολμος
,
-ον
1
audaz
,
temerario
ἀναιδεῖς καὶ ἔκτολμοι
Sud.s.u.
λαῖμα
.
2
adv. -ως
audazmente
ἐ. τάδε δρῶντες
Man.3.331.