< ἐκτοκισμός
ἔκτολμος >
ἔκτοκον
,
-ου, τό
cría
οὔτε ὄφις οὔτε σκορπίος οὔτε μὴν πονηρᾶς ὕλης ἄλλο τι ἔκτοκον
Ael.
NA
10.14.