< ἐκπλήγδην
ἐκπλήγνυμαι >
ἔκπληγμα
,
-ματος, τό
terror
ὁ σταυρός, τρόπαιον κατὰ τῆς ἀδικίας καὶ ἐκπλήγματος
Meth.
Porph
.1.6.