< ἔκπληγμα
ἐκπληκτιέω >
ἐκπλήγνυμαι
aterrorizarse
φιλεῖ μεγάλα στρατόπεδα ἀσαφῶς ἐκπλήγνυσθαι
Th.4.125, cf. Moer.
ε
63.