ἔκθαμβος, -ον
1 estupefacto, atónito en func. pred. c. γίγνομαι:
ἔ. γενηθεῖσα ἡ B[αυβὼ] ἐπὶ τῆι [τοῦ] παιδίου εὐτροφίᾳOrph.Fr.49.88,
οἱ ... περὶ τὸν Φαινέαν ἔκθαμβοι γεγονότες ἕστασαν ἄφωνοιPlb.20.10.9, cf. Mac.Aeg.Serm.B 10.4.3,
ἰδὼν ταῦτα ... ἔ. ἐγενόμηνHerm.Vis.3.1.5,
οἱ δαίμονες ... ἔκθαμβοι καὶ περίφοβοι [γ]ενόμενοιTDA 271.20 (Hadrumeto III d.C.),
ἐπὶ τῷ παραδόξῳ τοῦ πράγματοςBasil.M.30.108B,
ὅλος ἔ. γέγονενChrys.M.60.727,
πατὴρ ... ὑπὸ πολλῆς λύπης ἔ. γενόμενοςHom.Clem.12.10.1
•c. otros verb.
συνέδραμεν πᾶς ὁ λαὸς ... ἔκθαμβοιAct.Ap.3.11,
αὐτοῖς μὲν ἀεὶ τὰ πρόσωπα ἔκθαμβα ἦνsus caras mostraban siempre una expresión de estupefacción Procop.Goth.2.20.25,
ὁ δὲ Ἡρώδης ... ἔ. ἔμεινενIo.Mal.Chron.10.230,
εἶδον αὐτὸν (τὸν ἀέρα) ἔκθαμβονProteu.18.2,
ἀκούσας ταῦτα ἔ. εἱστήκειA.Andr.Gr.62.29,
(νεβροί) αἳ ... ἵστανται ἔκθαμβοιEust.468.18.
2 que produce estupor o terror, terrible, espantoso
θηρίονLXX Da.7.7θ,
εἰς τὸν ἔκθαμβον καὶ φρικτὸν ἐκεῖνον τόπονref. el infierno, Chrys.M.60.683
•que produce estupefacción, arrobador de la encarnación y el nacimiento de Jesús
τὸ τοιοῦτον ἔ. καὶ ἔκπληκτον μυστήριονEpiph.Const.Haer.79.6.4.