< ἔκθαμβος
ἐκθαμνίζω >
ἐκθαμβόομαι
espantarse
,
aterrorizarse
πῶς ἀπὸ τοῦ αἰῶνος κοιμώμενοι ἐκθαμβωθέντες ἐξυπνίσθητε;
Ast.Soph.
Hom
.31.8.