ἔκζεσμα, -ματος, τό
medic. erupción cutánea, eczema, pústula
τὸ παλαιὸν σμηκτικώτερον ... πιτύρων, ψωρῶν, ἐκζεσμάτωνDsc.2.81, cf. Crit.Hist. en Gal.12.485, Archig. en Gal.12.468,
ἐκζέσματα καὶ παρατρίμματαGal.12.487, cf. Anon.Med.Acut.Chron.51.2.1; cf. ἔκζεμα.