ἐκζεστός, -ή, -όν


cocido, bien hervido σευτλίον Diph.Siph. en Ath.371a, ἀργῷ μαγείρῳ πάντα ἐκζεστά Aesop.Prou.146, χοιριδίων τὰς γλώσσας ... ἐκζεστὰς ... ἡτοίμασεν Vit.Aesop.G 51, θρίδακες Didymus en Aët.9.42, ὠά Alex.Trall.2.7.12.