ἔκδῠσις, -εως, ἡ
• Grafía: graf. ἔγδ-
• Morfología: [nom. plu. ἐκδύσιες Man.4.331]


I 1como n. de acción salida, escape ἀσφαλέα ἔκδυσιν ... ἐκ τῆς νήσου Hdt.3.146, cf. 109, ἐκείνῳ παρασχεῖν ἔκδυσιν Ael.NA 5.47
fig. salida, escapatoria, solución οὐ γὰρ ἔστι Ἕλλησι οὐδεμία ἔ. μὴ οὐ ... εἶναι σοὺς δούλους Hdt.8.100, ἐκδύσεις ... τῷ μὴ ἐθέλοντι λόγον διδόναι Pl.Cra.426a, c. gen. obj. πόθεν ἔκδυσιν εὗρες λατρείης δοξῶν ... σοφιστῶν Timo SHell.822.1.

2 concr. salida, lugar de salida οἴκημα ἀσινὲς καὶ οὔτε ἔσοδον οὔτε ἔκδυσιν οὐδεμίαν ἔχον Hdt.2.121γ, γωλεὸν, ποιοῦσιν, ἔκδυσιν ἔχοντα ἐκ τοῦ ποταμοῦ Arist.HA 603a6.

II 1hecho de despojarse o desnudarse, desnudamiento Basil.M.31.1457B, Chrys.M.62.339
de anim. muda τὴν ἔκδυσιν ποιοῦνται οὐχ ὁμοίαν τοῖς ὄφεσιν Arist.HA 601a15
fig. με]τὰ ἔκδυσιν ῥύπου ἄφοβός ἐσ[τι Didym.in Iob 304.27, τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου Epiph.Const.Hom.M.43.504D.

2 despojo, expolio ἐπήρειαί τε καὶ ἐκδύσιες Man.l.c.