ἐκδυσωπέω
I pres. y fut.
1 censurar c. ac. abstr.
τὰς τῶν Ἰουδαίων ἀπειθείαςCyr.Al.M.68.140B,
τὴν τοῦ διαβόλου δυστροπίανCyr.Al.M.68.293C.
2 asediar, importunar con ruegos o preguntas c. ac. de pers.
ταῖς οἰκείαις ἐκδυσωπήσουσι φωναῖς τὸν κύριονAcac.Mel.Hom.p.90.17,
μεσιτεύων ... ἐξεδυσώπει ΘεόνCyr.Al.M.71.124D, cf. Amph.V.Bas.217B,
τὸν πατέρα λιπαραῖς ἱκεσίαις ἐκδυσωπεῖ ... ἵνα τάχιον ἔλθῃ τὸ ποτήριονMac.Magn.Apocr.3.9 (p.72),
ὑπὲρ ἡμῶν ἐκδυσωπεῖν τὸν ΘεόνAth.Al.M.27.336B,
ἐκδυσωποῦντος ἐφ' ἑαυτῷ τὸν πατέραCyr.Al.Pulch.17,
τοῦ ἐκδυσωπεῖν ἀφέμενοςHld.8.3.8,
ἐκδυσωπεῖ ... σφόδρα χρησίμως προσεπειπώνCyr.Al.Apol.Thds.30, en v. pas.
ἐξεδυσωπεῖτο ὑπὸ τῶν ... συμβουλευόντωνIust.Phil.2Apol.2.5.
II gener. en tema de aor.
1 moderar, doblegar, hacer avergonzar
οὐκ ἐξεδυσώπησεν τὴν τοῦ βασιλέως πλεονεξίαν Τρύφωνα συνεξελώνI.BI 1.51, c. μή e inf.
τὸ περιφανὲς τῆς ἀδικίας ἐξεδυσώπει μὴ μέχρι τοσούτου ... ἁμαρτάνεινI.AI 15.93.
2 convencer c. ac. de pers.
ὑμᾶςAps.Contr.Fig.413.12,
αὐτοὺς πρὸς τὴν συγχώρησινBasil.Ep.197,
τὸν ἰατρόνChrys.M.64.20
•c. ac. de pers. e inf.
ἡμᾶς ἐξεδυσώπησε ταῦτα ... χαράξαι γράμματαMarcian.Imp.Ep.Hier.127.33, en v. pas.
σὺ οὖν ἐκδυσωπηθείς ... φιλοτιμεῖσθαι θέλησονBasil.Ep.365, cf. Thdr.Heracl.Fr.Is.M.18.1340D.