< ἑξαμοιρία
ἑξάμορος >
ἑξάμοιρον
,
-ου, τό
la sexta parte
μοιρῶν ... κατὰ ἑ. ἐχουσῶν τὸν ἐπιλογισμόν
Papp.
in Alm
.121.1.