< ἑξαετία
ἐξάετοι >
ἑξαετίς
,
-ίδος, ἡ
que tiene seis años
ἡ δὲ θήλεια (κύων) τριετὶς ἄχρις ἑξαετίδος συνδυαζέσθω
Poll.5.52, cf. ἑξέτις.