< ἑκηβόλος
ἕκηλος >
ἑκήλιος
,
-α, -ον
1
tranquilo
,
sosegado
ἀεκήλια ἔργα ... οὐχ ἑκήλια ἔργα, οὐχ ἡσύχια
Apollon.
Lex
.
α
102.
2
subst. ἡ ἑ.
sosiego
,
paz
Hsch.