< ἑκατοντούτης
ἑκατοντόφθαλμος >
ἑκατοντοῦτις
,
-ιδος
que dura cien años
σπονδαί
Ath.697e, Soz.
HE
9.4.1,
ζωή
Chrys.M.64.476C.