< ἑδνόω
Ἐδόβιχος >
ἑδνωτή
,
-ῆς, ἡ
novia dada en matrimonio mediante dote
γυναῖκες ἑδνωταὶ μεδέουσι παρ' ἀνδράσι κουριδίοισιν
Q.S.5.525, cf. Hsch.