ἑβδομηκονταετία, -ας, ἡ
período de setenta años
τοῖς Ἰσραηλίταις τὴν ἑβδομηκονταετίαν ὥρισεν ... εἰς τὴν ... τῆς αἰχμαλωσίας καταδίκηνde Dios, Basil.Ep.264, cf. Eus.DE 8.2.49.
τοῖς Ἰσραηλίταις τὴν ἑβδομηκονταετίαν ὥρισεν ... εἰς τὴν ... τῆς αἰχμαλωσίας καταδίκηνde Dios, Basil.Ep.264, cf. Eus.DE 8.2.49.