< ἑβδομηκονταεπτά
ἑβδομηκονταετής >
ἑβδομηκονταετηρίς
,
-ίδος, ἡ
período de setenta años
ἡ συμπλήρωσις τῆς ἑβδομηκονταετηρίδος
Eus.
DE
8.2 (p.382.31), cf. Ach.Tat.
Phaen
.3.2.