ἐξᾰπίναιος, -α, -ον
• Alolema(s): fem. -η Hp.Acut.37; -αῖος, -ον Hp.Acut.28, Hp.Mul.2.138; Plb.25.2.1
• Prosodia: [-ῐ-]
adv. graf. -ινέως Thdt.HE 2.30.5
1 repentino, imprevisto
τὰ ἐξαπιναῖα δῆλα τῶν νουσημάτωνHp.Mul.l.c.,
αἱ ἐξαπιναῖοι μεταβολαίHp.Acut.28,
ὁ ἄρτος θερμὸς ... παρέχει καὶ ἐξαπιναίην πληθώρηνHp.Acut.37,
πολεμίων ἔφοδοιX.Hier.10.6, cf. Plb.l.c.,
φόβοιAen.Tact.27.6,
ἔργαCall.Iou.50,
ἐκδιαίτησιςPh.2.160,
συμβολήI.BI 1.369,
ἐπιδρομαίI.BI 3.116,
διάρροιαRuf. en Orib.6.38.25
•neutr. subst.
τὰ ἐξαπίναια τάραχον ἐξεργάζεταιlo repentino produce confusión X.Eq.9.4,
ὑπό τε τοῦ παρὰ π[ροσ]δοκίαν ἐξαπιναίου τυπ[τόμ]ενοιPhld.Elect.19.10.
2 adv. -ως repentinamente
πέμπουσιν ἐ. ... ναῦςTh.3.3, cf. Thdt.l.c.
•de golpe, a la vez
ὅπως ... ἐ. ἀφήσουσι (τὴν κλίμακα)de modo que dejen caer de golpe (la escalera) Hp.Art.43.