ἐξάπινα
adv. repentinamente, de improviso
ἐὰν δέ τις ἀποθάνῃ ἐ.LXX Nu.6.9,
μὴ εἰσέλθωσιν ἰδεῖν ἐ. τὰ ἅγιαLXX Nu.4.20,
ἐ. περιβλεψάμενοι οὐκέτι οὐδένα εἶδονEu.Marc.9.8,
μήποτε ὁ δεσπότης ἐ. ἔλθῃHerm.Sim.9.7.6,
ἐ. ἐγένετο τὸ ἀτύχημαPGiss.68.6 (II d.C.), cf. Astramps.1Resp.2.8, D.C.Epit.7.25.1, Vit.Aesop.W.47,
μὴ βραδύνῃς, μήποτε ἐ. ἀποπλεύσῃ ἸούλιοςPMich.506.9 (II/III d.C.),
ἐ. ... ἐμβάλλεινProcop.Aed.2.11.11.
• Etimología: V. αἰπύς.