ἐξάμβλωσις, -εως, ἡ
• Morfología: [plu. nom. -ώσιες Hp.Nat.Puer.18]
aborto c. gen. obj.
αἱ ἐξαμβλώσιες τῶν παιδίωνHp.l.c.,
ὁ μὲν καρπὸς πρὸς τὰς ἐξαμβλώσεις (χρήσιμος)Thphr.HP 9.9.2,
ὁ αἴτιος τῆς ἐξαμβλώσεως γενομένοςGal.19.178, cf. Anon.Hier.Luc.19.16., Diodor.T.Ex.M.33.1584A.