ἐξαμβλώσκω
medic.
1 abortar
ἐγκύμων γυνήDsc.2.164.1, de aves Gp.14.11.3.
2 provocar el aborto, hacer abortar
ποθέντες ... κόκκοι μετ' ὀξυκράτου ἐξαμβλώσκουσιDsc.2.166.2.
ἐγκύμων γυνήDsc.2.164.1, de aves Gp.14.11.3.
ποθέντες ... κόκκοι μετ' ὀξυκράτου ἐξαμβλώσκουσιDsc.2.166.2.