ἐξαέρωσις, -εως, ἡ
• Alolema(s): ἐξηέρ- Aret.CD 2.2.4
evaporación
ὅταν τὸ ὕδωρ μεταβάλλῃ εἰς ἀέρα ... ἐξαέρωσιν τὸ τοιοῦτον παρονύμως λέγομενPhlp.in Ph.211.15,
χυμῶνAret.l.c.
ὅταν τὸ ὕδωρ μεταβάλλῃ εἰς ἀέρα ... ἐξαέρωσιν τὸ τοιοῦτον παρονύμως λέγομενPhlp.in Ph.211.15,
χυμῶνAret.l.c.