< ἐξατωρεία
ἐξαυαίνω >
ἐξαυάζω
• Morfología:
[perf. part. pas. ἐξευασμένος Hsch.
ε
3794, Phot.
ε
1193]
secar completamente
ἐξαυάζοντες αὐτὸ (τὸ δέρμα)
Thphr.
Fr
.172.2, en v. pas.
ἐξευασμένου· τεθνεῶτος
Hsch.l.c., cf. Phot.l.c.