< ἐξαπόλλῡμι
ἐξαπονίζω >
ἐξαπομάσσω
• Alolema(s):
át.
-ττω
dar forma
,
moldear
fig.
ὁ μὲν σκοπὸς ἐξαπομάττει τῆς πραγματείας τὴν φύσιν
Phlp.
in Cat
.7.4.