ἐξαναφύω
nacer, surgir, brotar de c. gen.
καρπῶν ... ἐξαναφύντων γαίηςOrph.Fr.778.36,
ῥίζη δέ γε ἐξαναφύσει θηλυτέρη βροτολοιγόςsurgirá una estirpe femenina perdición de mortales, Orac.Sib.11.246, cf. 105,
βασιλεία ... ἐξαναφύσειOrac.Sib.14.281.