< ἐξανανεόομαι
ἐξαναπείθω >
ἐξαναπάλλω
en v. med.
brotar
,
surgir
ref. Atena nacida de la cabeza de Zeus
κορυφᾶς δὲ οἱ ἐξανέπαλτο
Ibyc.17.4.