< ἐξαναμβικίζω
ἐξαναπάλλω >
ἐξανανεόομαι
renovar
,
dotar de renovada fuerza
συγγένειαν αὐτῶν ... τοῖς Ὀπουντίοις ὑπάρχουσαν
Str.9.4.2.