< ἐξαιθαλόω
ἐξαιθερόω >
ἐξαιθάλωσις
,
-εως, ἡ
alquim.
sublimación
ἀρκεῖσθαι ... τῇ πρώτῃ ἐξαιθαλώσει
Anon.Alch.283.15.