ἐξαιθερόω
convertir en éter cien., en v. pas.
ἐξαιθεροῦσθαι πάνταChrysipp.Stoic.2.184,
ἀὴρ ... ὑπὸ τοῦ πυρὸς ἐξαιθερωθείςPlu.2.922b, cf. Simp.in Cael.65.21.
ἐξαιθεροῦσθαι πάνταChrysipp.Stoic.2.184,
ἀὴρ ... ὑπὸ τοῦ πυρὸς ἐξαιθερωθείςPlu.2.922b, cf. Simp.in Cael.65.21.