ἐνόχλησις, -εως, ἡ
1 molestia, incomodidad, trastorno
σοφιστικαὶ ἐνοχλήσειςArist.Int.17a37, Procl.in Alc.333, cf. Gal.8.499, ref. situaciones de agobio o preocupación
ἐνόχλησιν (εἶναι) λύπην στενοχωροῦσαν καὶ δυσχωρίαν παρασκευάζουσανD.L.7.112 (= Chrysipp.Stoic.3.412), cf. 14 (= Zeno Stoic.1.5.12),
τὸ πλουτεῖν συμφορὰς πολλὰς ἔχει ... κἀνοχλήσεις μυρίαςMen.Comp.2.61, cf. Gal.17(1).1000, Basil.Ep.281
•por abusos e injusticias
ὑπεναντίον τηλικαύτης ἐνοχλήσεωςISyène 252.10 (III d.C.), prestación obligatoria de servicios y pago de impuestos
τὸν π]έντε τέκνων πατέρα γενόμενον ἀφίεσθαι τῆς τῶν λειτουργιῶν ἐνοχλήσεωςSB 12994.16 (III d.C.), cf. PBerl.Möller 13.20 (III/IV d.C.),
μὴ παράλογόν τινα ὑπομεῖναι ἐνόχλησινPBeatty Panop.2.150 (III d.C.), acuartelamientos y requisas forzosas
τοὺς κα[τοικο]ῦντας τὴν ἱερὰν καὶ ἄσυλον γῆν ... ὑπερξῃρῆσθαι τῆς ... ἐνοχλήσεωςILabr.61.6 (III d.C.), cf. IGBulg.4.2236.162 (III d.C.),
εἴσπραξις καὶ ἐ.TAM 5.419.18 (III d.C.).
2 molestia física, padecimiento, sufrimiento, dolor
μετεωρισμοὶ καὶ ταραχαὶ καὶ ἐνοχλήσεις σωματικαίVett.Val.175.32,
ὀσφύος ἀλγήματα ... μεγίστας ἐνοχλήσεις ἐπιφέρειAët.5.130, cf. 16.118, Orib.8.6.33, fil.
ἐ. τοῦ σώματοςmolestia del cuerpo a la que se ve sujeta el alma, Plot.6.9.10.