< ἐνόχλημα
ἐνόχλησις >
ἐνοχλής
,
-ές
molesto
,
que causa molestias
de pers.
ἐνο[χ]λεῖς ἐγένοντο προ[ς ἐμέ
SB
14587.17 (IV d.C.).